- γερανόμορφα
- (geniformes). Γένος πτηνών που χτίζουν τη φωλιά τους στους βάλτους, στο έδαφος και σπάνια στα δέντρα. Η τάξη αυτή αριθμεί περίπου 190 είδη, που ανήκουν σε 13 οικογένειες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλοβάμονα ή καλοβατικά — Ομάδα πτηνών με χαρακτηριστικά μεγάλα πόδια, τα οποία τους επιτρέπουν να βαδίζουν εύκολα στα βαλτώδη και λασπώδη εδάφη. Άλλα ειδικά γνωρίσματα των ειδών αυτής της ετερογενούς ομάδας –που σήμερα δεν αναγνωρίζεται πια από τους ορνιθολόγους– είναι… … Dictionary of Greek
πεδιονόμος — ο / πεδιονόμος, ον, ΝΑ νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο πεδιονόμος ζωολ. γένος μικροσκοπικών πουλιών τής Αυστραλίας που μοιάζουν με ορτύκια και ανήκουν στην τάξη γερανόμορφα αρχ. 1. αυτός που κατοικεί στην πεδιάδα 2. φρ. «πεδιονόμοι θεοί» θεοί τών… … Dictionary of Greek
πτήση — Ενέργεια και ικανότητα παραμονής και μετακίνησης στον αέρα, τυπική σε όλα σχεδόν τα πτηνά και σε μεγάλο μέρος των εντόμων. Από τα θηλαστικά, ιδιαίτερα ικανά για π. είναι μόνο τα χειρόπτερα. Άλλα σπονδυλωτά, από τα ζώντα σήμερα, δεν είναι ικανά να … Dictionary of Greek